εμπρόθετος

εμπρόθετος
η , ο [ος , ον ] грам, употребляемый с предлогом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εμπρόθετος" в других словарях:

  • εμπρόθετος — η, ο γραμμ. αυτός που εκφέρεται με πρόθεση («εμπρόθετος προσδιορισμός» προσδιορισμός τού ρήματος ή άλλου όρου τής προτάσεως, ο οποίος εκφέρεται με πλάγια πτώση ονόματος με μια πρόθεση). (Επίρρ.) εμπροθέτως, α με πρόθεση …   Dictionary of Greek

  • εμπρόθετος — η, ο που εκφέρεται με πρόθεση: Εμπρόθετος προσδιορισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικείμενο — (Γραμμ.).Ουσιαστικό (αλλά και οποιοδήποτε μέρος του λόγου ή και ολόκληρη πρόταση, που λαμβάνονται ως ουσιαστικά) που τίθεται σε πλάγια πτώση απροθέτως, ως ολοκλήρωση του νοήματος που εκφράζει το ρήμα. Ρήματα που εκφράζουν την απλή ύπαρξη, την… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»